- γνάπτω
- βλ. γνάφω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνάπτω — κνάπτω card pres subj act 1st sg κνάπτω card pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνάφω — και γνάπτω (AM γνάπτω, Α και κνάπτω, Μ και γνάφω) 1. κατεργάζομαι δέρματα 2. (για δέρμα ανθρώπου) χτυπώ κάποιον ώσπου να γίνει το δέρμα του σκληρό, σαν κατεργασμένο, βασανίζω κάποιον νεοελλ. (για νύχια) γρατζουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γνάπτω και κνάπτω… … Dictionary of Greek
Γνίφων — Γνίφων, ο (Α) φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Γνίφων πιθ. < Κνίφων, ανθρωπωνύμιο παρωνύμιο (πρβλ. γναφεύς κναφεύς, γνάπτω κνάπτω) < κνιπός «φιλάργυρος» (πρβλ. κνίψ, κνιπός), ενώ κατ άλλους πρόκειται για αρχικό τ. που ανάγεται σε ρίζα *gn bh και… … Dictionary of Greek
άγναφος — και φτος, η, ο (Α ἄγναφος, ον και ἄγναπτος, ον) [γνάπτω] (για υφάσματα ή ενδύματα) αυτός που δεν λευκάνθηκε, δεν ξάνθηκε, δεν λαναρίστηκε νεοελλ. 1. (για δέρματα) ακατέργαστος ή ατελώς κατεργασμένος, ξηρός, τραχύς 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός … Dictionary of Greek
γνάμπτω — και γνάπτω και κνάμπτω (Α) 1. κάμπτω 2. αλλάζω τη γνώμη κάποιου 3. παρακάμπτω (έναν τόπο) … Dictionary of Greek
γνάπτωρ — γνάπτωρ, ο (Α) [γνάπτω] ο γναφεύς … Dictionary of Greek
γνάφαλο — και γνέφαλο και νάφαλο και νούφαλο, το (AM γνάφαλον και γνάφαλλον, Α και κνάφαλλον και κνέφαλλον) [γνάπτω] μικρά κομμάτια από νήματα και κλωστές, κατάλληλα για να γεμίσουν μαξιλάρια και στρώματα νεοελλ. (συνήθως πληθ.) τρίχες ή κομμάτια από… … Dictionary of Greek
γνάφαλος — γνάφαλος, ο (Α) [γνάπτω] ονομασία πτηνού … Dictionary of Greek
γνάψις — γνάψις, η (Α) [γνάπτω] κατεργασία και ύφανση μαλλιού, λιναριού κ.λπ … Dictionary of Greek
πρωτόγναφος — ον, Α (για δέρματα) αυτός που πρόσφατα υπέστη κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γναφος (< γνάπτω «κατεργάζομαι δέρματα» κατ επίδραση του κνάφος), πρβλ. ά γναφος, επί γναφος] … Dictionary of Greek